εἴρερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἴρερος οἱ εἴρεροι
      γενική τοῦ εἰρέρου τῶν εἰρέρων
      δοτική τῷ εἰρέρ τοῖς εἰρέροις
    αιτιατική τὸν εἴρερον τοὺς εἰρέρους
     κλητική ! εἴρερε εἴρεροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰρέρω
γεν-δοτ τοῖν  εἰρέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἴρερος < εἴρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εἴρερος, -ου αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]