Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζημίωμα

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζημίωμᾰ τὰ ζημιώμᾰτ
      γενική τοῦ ζημιώμᾰτος τῶν ζημιωμᾰ́των
      δοτική τῷ ζημιώμᾰτ τοῖς ζημιώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ζημίωμᾰ τὰ ζημιώμᾰτ
     κλητική ! ζημίωμᾰ ζημιώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζημιώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ζημιωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζημίωμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζημιόω / ζημιῶ + -μα [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζημίωμα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ζημία

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «ζημία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.