ζουρλαμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζουρλαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζουρλαίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ζουρλαμένος, -η, -ο
- που έχει ζουρλαθεί, που έχει χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης, δεν μπορεί να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και να βάλει προτεραιότητες λόγω φόρτου εργασίας ή δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου χωρίς προσανατολισμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζουρλαμένος
|