ζουρλαμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζουρλαμένος η ζουρλαμένη το ζουρλαμένο
      γενική του ζουρλαμένου της ζουρλαμένης του ζουρλαμένου
    αιτιατική τον ζουρλαμένο τη ζουρλαμένη το ζουρλαμένο
     κλητική ζουρλαμένε ζουρλαμένη ζουρλαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζουρλαμένοι οι ζουρλαμένες τα ζουρλαμένα
      γενική των ζουρλαμένων των ζουρλαμένων των ζουρλαμένων
    αιτιατική τους ζουρλαμένους τις ζουρλαμένες τα ζουρλαμένα
     κλητική ζουρλαμένοι ζουρλαμένες ζουρλαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζουρλαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζουρλαίνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ζουρλαμένος, -η, -ο

  • που έχει ζουρλαθεί, που έχει χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης, δεν μπορεί να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και να βάλει προτεραιότητες λόγω φόρτου εργασίας ή δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου χωρίς προσανατολισμό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]