ζωογονημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωογονημένος η ζωογονημένη το ζωογονημένο
      γενική του ζωογονημένου της ζωογονημένης του ζωογονημένου
    αιτιατική τον ζωογονημένο τη ζωογονημένη το ζωογονημένο
     κλητική ζωογονημένε ζωογονημένη ζωογονημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωογονημένοι οι ζωογονημένες τα ζωογονημένα
      γενική των ζωογονημένων των ζωογονημένων των ζωογονημένων
    αιτιατική τους ζωογονημένους τις ζωογονημένες τα ζωογονημένα
     κλητική ζωογονημένοι ζωογονημένες ζωογονημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωογονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζωογονώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ζωογονημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζωογονώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]