ηλεκτροφωτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροφωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηλεκτροφωτίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ηλεκτροφωτισμένος, -η, -ο
- που έχει ηλεκτροφωτιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροφωτισμένος
|