ηλιοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική héliothérapie < αρχαία ελληνική ἥλιος + θεραπεία.[1] Αναλύεται σε ηλιο- + -θεραπεία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʎɔ.θɛ.ɾa.ˈpi.a/ και /i.li.ɔ.θɛ.ɾa.ˈpi.a/
- συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοθεραπεία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοθεραπεία
[επεξεργασία]
- ↑ «ηλιοθεραπεία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεραπεία (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)