ημερεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημερεμένος η ημερεμένη το ημερεμένο
      γενική του ημερεμένου της ημερεμένης του ημερεμένου
    αιτιατική τον ημερεμένο την ημερεμένη το ημερεμένο
     κλητική ημερεμένε ημερεμένη ημερεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημερεμένοι οι ημερεμένες τα ημερεμένα
      γενική των ημερεμένων των ημερεμένων των ημερεμένων
    αιτιατική τους ημερεμένους τις ημερεμένες τα ημερεμένα
     κλητική ημερεμένοι ημερεμένες ημερεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημερεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ημερεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

ημερεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]