θελημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θέλω
Μετοχή[επεξεργασία]
θελημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θέλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θελημένος
|