θερμοφωτοβολταϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοφωτοβολταϊκός < θερμο- + φωτοβολταϊκός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermophotovoltaic
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.fo.to.vol.taiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐φω‐το‐βολ‐ταϊ‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμοφωτοβολταϊκός, -η, -ο
- (νεολογισμός, ηλεκτρολογία) που σχετίζεται με την παραγωγή ηλεκτρισμού μέσω θερμότητας ή φωτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοφωτοβολταϊκός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)