θεόλεκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόλεκτος η θεόλεκτη το θεόλεκτο
      γενική του θεόλεκτου της θεόλεκτης του θεόλεκτου
    αιτιατική τον θεόλεκτο τη θεόλεκτη το θεόλεκτο
     κλητική θεόλεκτε θεόλεκτη θεόλεκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόλεκτοι οι θεόλεκτες τα θεόλεκτα
      γενική των θεόλεκτων των θεόλεκτων των θεόλεκτων
    αιτιατική τους θεόλεκτους τις θεόλεκτες τα θεόλεκτα
     κλητική θεόλεκτοι θεόλεκτες θεόλεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόλεκτος < θεός + -ο- + -λεκτος

Επίθετο[επεξεργασία]

θεόλεκτος

  1. (λόγιο) που έχει ειπωθεί από το θεό
  2. (λόγιο) που έχει επιλεγεί από το θεό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]