θυμιατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμιατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυμιατίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
θυμιατισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θυμιατίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυμιατισμένος
|