ιδεώδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδεώδες τα ιδεώδη
      γενική του ιδεώδους των ιδεωδών
    αιτιατική το ιδεώδες τα ιδεώδη
     κλητική ιδεώδες ιδεώδη
Κατηγορία όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδεώδες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιδεώδης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idéal

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιδεώδες ουδέτερο

  • κάτι που υφίσταται ως ιδέα και θεωρείται σημαντικό να το επιτύχουμε ή να το αποκτήσουμε
     συνώνυμα: ιδανικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ιδεώδες