ιδεώδες
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδεώδες | τα | ιδεώδη |
γενική | του | ιδεώδους | των | ιδεωδών |
αιτιατική | το | ιδεώδες | τα | ιδεώδη |
κλητική | ιδεώδες | ιδεώδη | ||
Κατηγορία όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδεώδες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιδεώδης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idéal
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδεώδες ουδέτερο
- κάτι που υφίσταται ως ιδέα και θεωρείται σημαντικό να το επιτύχουμε ή να το αποκτήσουμε
- ※ Η καρδιά του σοροπτιμιστικού ιδεώδους της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης χτύπησε δυνατά και ηχηρά στην καρδιά της χώρας και της Θεσσαλίας, στη Λάρισα, με την ευκαιρία των εγκαινίων του νέου Σοροπτιμιστικού Ομίλου Λάρισας (Εγκαινιάστηκε νέος Σοροπτιμιστικός Ομιλος Λάρισας, eleftheria.gr, 19 Απρ 2024 )
- ≈ συνώνυμα: ιδανικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιδεώδες
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ιδεώδες' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)