ιδιοκατοικημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοκατοικημένος η ιδιοκατοικημένη το ιδιοκατοικημένο
      γενική του ιδιοκατοικημένου της ιδιοκατοικημένης του ιδιοκατοικημένου
    αιτιατική τον ιδιοκατοικημένο την ιδιοκατοικημένη το ιδιοκατοικημένο
     κλητική ιδιοκατοικημένε ιδιοκατοικημένη ιδιοκατοικημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοκατοικημένοι οι ιδιοκατοικημένες τα ιδιοκατοικημένα
      γενική των ιδιοκατοικημένων των ιδιοκατοικημένων των ιδιοκατοικημένων
    αιτιατική τους ιδιοκατοικημένους τις ιδιοκατοικημένες τα ιδιοκατοικημένα
     κλητική ιδιοκατοικημένοι ιδιοκατοικημένες ιδιοκατοικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιοκατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιδιοκατοικώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ιδιοκατοικημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ιδιοκατοικώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]