ιεραρχημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιεραρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιεραρχώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ιεραρχημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ιεραρχώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεραρχημένος
|