ιμπεριαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιμπεριαλιστικός < αγγλική imperialistic
Επίθετο[επεξεργασία]
ιμπεριαλιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με κατακτητική και επεκτατική πολιτική ενός κράτους
- σχετικός με τον ιμπεριαλισμό κατά την λενινιστική ανάλυση
- ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αποτελεί αντικειμενικό γεγονός στον καπιταλισμό ... (Κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η απάντηση του εργατικού κινήματος, rizospastis.gr)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιμπεριαλιστικός