ιχνογραφημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχνογραφημένος η ιχνογραφημένη το ιχνογραφημένο
      γενική του ιχνογραφημένου της ιχνογραφημένης του ιχνογραφημένου
    αιτιατική τον ιχνογραφημένο την ιχνογραφημένη το ιχνογραφημένο
     κλητική ιχνογραφημένε ιχνογραφημένη ιχνογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχνογραφημένοι οι ιχνογραφημένες τα ιχνογραφημένα
      γενική των ιχνογραφημένων των ιχνογραφημένων των ιχνογραφημένων
    αιτιατική τους ιχνογραφημένους τις ιχνογραφημένες τα ιχνογραφημένα
     κλητική ιχνογραφημένοι ιχνογραφημένες ιχνογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ιχνογραφημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]