κέλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κέλλα οι κέλλες
      γενική της κέλλας των κελλών
    αιτιατική την κέλλα τις κέλλες
     κλητική κέλλα κέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέλλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέλλα < ελληνιστική κοινή < λατινική cella

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέλλα θηλυκό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέλλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κέλλα < λατινική cella

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέλλα θηλυκό

  1. κελάρι
     συνώνυμα: κελάριον, κελλάριν
  2. κελί
     συνώνυμα: κελίον, κελλίν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέλλα < (άμεσο δάνειο) λατινική cella

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέλλα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]