κέντηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κέντηση οι κεντήσεις
      γενική της κέντησης* των κεντήσεων
    αιτιατική την κέντηση τις κεντήσεις
     κλητική κέντηση κεντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κεντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέντηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κέντη(σις) + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέντηση θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κεντάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]