καθοδηγημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθοδηγημένος η καθοδηγημένη το καθοδηγημένο
      γενική του καθοδηγημένου της καθοδηγημένης του καθοδηγημένου
    αιτιατική τον καθοδηγημένο την καθοδηγημένη το καθοδηγημένο
     κλητική καθοδηγημένε καθοδηγημένη καθοδηγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθοδηγημένοι οι καθοδηγημένες τα καθοδηγημένα
      γενική των καθοδηγημένων των καθοδηγημένων των καθοδηγημένων
    αιτιατική τους καθοδηγημένους τις καθοδηγημένες τα καθοδηγημένα
     κλητική καθοδηγημένοι καθοδηγημένες καθοδηγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθοδηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθοδηγώ

Μετοχή[επεξεργασία]

καθοδηγημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]