καθοσιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθοσιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθοσιώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
καθοσιωμένος, -η, -ο
- που έχει καθοσιωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθοσιωμένος
|