καθοσιωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθοσιωμένος η καθοσιωμένη το καθοσιωμένο
      γενική του καθοσιωμένου της καθοσιωμένης του καθοσιωμένου
    αιτιατική τον καθοσιωμένο την καθοσιωμένη το καθοσιωμένο
     κλητική καθοσιωμένε καθοσιωμένη καθοσιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθοσιωμένοι οι καθοσιωμένες τα καθοσιωμένα
      γενική των καθοσιωμένων των καθοσιωμένων των καθοσιωμένων
    αιτιατική τους καθοσιωμένους τις καθοσιωμένες τα καθοσιωμένα
     κλητική καθοσιωμένοι καθοσιωμένες καθοσιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθοσιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθοσιώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

καθοσιωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]