καλαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καλαρισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλάρω
- ↪ το πλεούμενο με καλαρισμένα τα πανιά... (με μαζεμένα τα πανιά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλαρισμένος
|