καλλιτεχνημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλλιτεχνημένος η καλλιτεχνημένη το καλλιτεχνημένο
      γενική του καλλιτεχνημένου της καλλιτεχνημένης του καλλιτεχνημένου
    αιτιατική τον καλλιτεχνημένο την καλλιτεχνημένη το καλλιτεχνημένο
     κλητική καλλιτεχνημένε καλλιτεχνημένη καλλιτεχνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλλιτεχνημένοι οι καλλιτεχνημένες τα καλλιτεχνημένα
      γενική των καλλιτεχνημένων των καλλιτεχνημένων των καλλιτεχνημένων
    αιτιατική τους καλλιτεχνημένους τις καλλιτεχνημένες τα καλλιτεχνημένα
     κλητική καλλιτεχνημένοι καλλιτεχνημένες καλλιτεχνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

καλλιτεχνημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]