καλομαγειρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλομαγειρεμένος < καλός + -ο- + μαγειρεμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]καλομαγειρεμένος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που έχει μαγειρευτεί καλά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλομαγειρεμένος
|