καμηλοκόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καμηλοκόμος οἱ καμηλοκόμοι
      γενική τοῦ καμηλοκόμου τῶν καμηλοκόμων
      δοτική τῷ καμηλοκόμ τοῖς καμηλοκόμοις
    αιτιατική τὸν καμηλοκόμον τοὺς καμηλοκόμους
     κλητική ! καμηλοκόμε καμηλοκόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμηλοκόμω
γεν-δοτ τοῖν  καμηλοκόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμηλοκόμος < κάμηλος + -κόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμηλοκόμος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]