κανδιδᾶτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανδιδᾶτος < ελληνιστική κοινή κανδιδᾶτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανδιδᾶτος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανδιδᾶτος οἱ κανδιδᾶτοι
      γενική τοῦ κανδιδάτου τῶν κανδιδάτων
      δοτική τῷ κανδιδάτ τοῖς κανδιδάτοις
    αιτιατική τὸν κανδιδᾶτον τοὺς κανδιδάτους
     κλητική ! κανδιδᾶτε κανδιδᾶτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανδιδάτω
γεν-δοτ τοῖν  κανδιδάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανδιδᾶτος < λατινική candidatus < candidus (λευκός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανδιδᾶτος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]