καπριτσόζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπριτσόζος < καπριτσιόζος κατά την ιταλική προφορά ΔΦΑ : /ka.pritˈt͡ʃo.zo/
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.pɾiˈt͡so.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πρι‐τσό‐ζος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καπριτσόζος | η | καπριτσόζα | το | καπριτσόζο & καπριτσόζικο |
γενική | του | καπριτσόζου | της | καπριτσόζας | του | καπριτσόζου & καπριτσόζικου |
αιτιατική | τον | καπριτσόζο | την | καπριτσόζα | το | καπριτσόζο & καπριτσόζικο |
κλητική | καπριτσόζε | καπριτσόζα | καπριτσόζιο & καπριτσόζικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καπριτσόζοι | οι | καπριτσόζες | τα | καπριτσόζικα |
γενική | των | καπριτσόζων | — | των | καπριτσόζικων | |
αιτιατική | τους | καπριτσόζους | τις | καπριτσόζες | τα | καπριτσόζικα |
κλητική | καπριτσόζοι | καπριτσόζες | καπριτσόζικα | |||
To ουδέτερο σε -ο και από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «καπριτσιόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
καπριτσόζος, -α, -ικο/-ο
- (σπάνιο) άλλη προφορά του καπριτσιόζος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπριτσόζος
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπριτσόζος αρσενικό (θηλυκό καπριτσόζα)
- (σπάνιο) άλλη προφορά του καπριτσιόζος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'γουστόζος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καπριτσιόζος' (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)