καρποκάψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρποκάψα οι καρποκάψες
      γενική της καρποκάψας των καρποκαψών
    αιτιατική την καρποκάψα τις καρποκάψες
     κλητική καρποκάψα καρποκάψες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ενήλικη καρποκάψα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρποκάψα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική carpocapse < αρχαία ελληνική καρπός + λατινική capsa < capio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρποκάψα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]