κασκαβάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασκαβάλι < τουρκική kaşkaval < οθωμανική τουρκική قاشقوال < ιταλική caciocavallo < cacio (τυρί) + cavallo (άλογο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.skaˈva.li/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασκαβάλι ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος κίτρινου τυριού, είδος κασεριού
- (ναυτικός όρος) εφηλίδα
- (ναυτικός όρος) σχαστήριο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κασκαβάλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κασκαβάλι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)