καταμουντζουρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταμουντζουρωμένος η καταμουντζουρωμένη το καταμουντζουρωμένο
      γενική του καταμουντζουρωμένου της καταμουντζουρωμένης του καταμουντζουρωμένου
    αιτιατική τον καταμουντζουρωμένο την καταμουντζουρωμένη το καταμουντζουρωμένο
     κλητική καταμουντζουρωμένε καταμουντζουρωμένη καταμουντζουρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταμουντζουρωμένοι οι καταμουντζουρωμένες τα καταμουντζουρωμένα
      γενική των καταμουντζουρωμένων των καταμουντζουρωμένων των καταμουντζουρωμένων
    αιτιατική τους καταμουντζουρωμένους τις καταμουντζουρωμένες τα καταμουντζουρωμένα
     κλητική καταμουντζουρωμένοι καταμουντζουρωμένες καταμουντζουρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

[επεξεργασία]

καταμουντζουρωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]