καταπλημμυρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπλημμυρισμένος η καταπλημμυρισμένη το καταπλημμυρισμένο
      γενική του καταπλημμυρισμένου της καταπλημμυρισμένης του καταπλημμυρισμένου
    αιτιατική τον καταπλημμυρισμένο την καταπλημμυρισμένη το καταπλημμυρισμένο
     κλητική καταπλημμυρισμένε καταπλημμυρισμένη καταπλημμυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπλημμυρισμένοι οι καταπλημμυρισμένες τα καταπλημμυρισμένα
      γενική των καταπλημμυρισμένων των καταπλημμυρισμένων των καταπλημμυρισμένων
    αιτιατική τους καταπλημμυρισμένους τις καταπλημμυρισμένες τα καταπλημμυρισμένα
     κλητική καταπλημμυρισμένοι καταπλημμυρισμένες καταπλημμυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

καταπλημμυρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]