κατασκοπευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασκοπεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
κατασκοπευμένος[1]
- που τον έχουν κατασκοπεύσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκοπευμένος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατασκοπευμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)