κατατακτήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατακτήριος η κατατακτήρια το κατατακτήριο
      γενική του κατατακτήριου της κατατακτήριας του κατατακτήριου
    αιτιατική τον κατατακτήριο την κατατακτήρια το κατατακτήριο
     κλητική κατατακτήριε κατατακτήρια κατατακτήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατακτήριοι οι κατατακτήριες τα κατατακτήρια
      γενική των κατατακτήριων των κατατακτήριων των κατατακτήριων
    αιτιατική τους κατατακτήριους τις κατατακτήριες τα κατατακτήρια
     κλητική κατατακτήριοι κατατακτήριες κατατακτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατατακτήριος < κατατάσσω + -τήριος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατατακτήριος

  1. που έχει σχέση με την κατάταξη, αναφέρεται ή αποσκοπεί σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κατατακτήριες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]