κατοπτευτήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοπτευτήριος η κατοπτευτήρια το κατοπτευτήριο
      γενική του κατοπτευτήριου της κατοπτευτήριας του κατοπτευτήριου
    αιτιατική τον κατοπτευτήριο την κατοπτευτήρια το κατοπτευτήριο
     κλητική κατοπτευτήριε κατοπτευτήρια κατοπτευτήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοπτευτήριοι οι κατοπτευτήριες τα κατοπτευτήρια
      γενική των κατοπτευτήριων των κατοπτευτήριων των κατοπτευτήριων
    αιτιατική τους κατοπτευτήριους τις κατοπτευτήριες τα κατοπτευτήρια
     κλητική κατοπτευτήριοι κατοπτευτήριες κατοπτευτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατοπτευτήριος < ελληνιστική κοινή κατοπτευτήριος < αρχαία ελληνική κατοπτεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

κατοπτευτήριος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]