κεφαλαιοποιηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεφαλαιοποιηθείς
κεφαλαιοποιηθέντας
η κεφαλαιοποιηθείσα το κεφαλαιοποιηθέν
      γενική του κεφαλαιοποιηθέντος
κεφαλαιοποιηθέντα
της κεφαλαιοποιηθείσας
κεφαλαιοποιηθείσης*
του κεφαλαιοποιηθέντος
    αιτιατική τον κεφαλαιοποιηθέντα την κεφαλαιοποιηθείσα το κεφαλαιοποιηθέν
     κλητική κεφαλαιοποιηθείς
κεφαλαιοποιηθέντα
κεφαλαιοποιηθείσα κεφαλαιοποιηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεφαλαιοποιηθέντες οι κεφαλαιοποιηθείσες τα κεφαλαιοποιηθέντα
      γενική των κεφαλαιοποιηθέντων των κεφαλαιοποιηθεισών των κεφαλαιοποιηθέντων
    αιτιατική τους κεφαλαιοποιηθέντες τις κεφαλαιοποιηθείσες τα κεφαλαιοποιηθέντα
     κλητική κεφαλαιοποιηθέντες κεφαλαιοποιηθείσες κεφαλαιοποιηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

κεφαλαιοποιηθείς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]