κιζερίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιζερίτης < αγγλική kieserite < γερμανική Dietrich Georg von Kieser < kiesen (επιλέγω, διαλέγω) < πρωτογερμανική *keusaną (επιλέγω, διαλέγω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιζερίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) μονοένυδρη μορφή του θειικού μαγνησίου (MgSO₄·H₂Ο), που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)