κιζερίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιζερίτης οι κιζερίτες
      γενική του κιζερίτη των κιζεριτών
    αιτιατική τον κιζερίτη τους κιζερίτες
     κλητική κιζερίτη κιζερίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιζερίτης < αγγλική kieserite < γερμανική Dietrich Georg von Kieser < kiesen (επιλέγω, διαλέγω) < πρωτογερμανική *keusaną (επιλέγω, διαλέγω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιζερίτης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]