κλωνοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κλωνοποιημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλωνοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλωνοποιημένος
|
κλωνοποιημένος
|