κλωσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλωσμένος η κλωσμένη το κλωσμένο
      γενική του κλωσμένου της κλωσμένης του κλωσμένου
    αιτιατική τον κλωσμένο την κλωσμένη το κλωσμένο
     κλητική κλωσμένε κλωσμένη κλωσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλωσμένοι οι κλωσμένες τα κλωσμένα
      γενική των κλωσμένων των κλωσμένων των κλωσμένων
    αιτιατική τους κλωσμένους τις κλωσμένες τα κλωσμένα
     κλητική κλωσμένοι κλωσμένες κλωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κλώθω

Μετοχή[επεξεργασία]

κλωσμένος, -η, -ο

  • Αυτός που αποτελεί αποτέλεσμα της διαδικασίας της μετατροπής, χρησιμοποιώντας ρόκα, των ινών του βαμβακιού, μαλλιού ή λιναριού σε νήμα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]