κοινότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοινότης | αἱ | κοινότητες |
γενική | τῆς | κοινότητος | τῶν | κοινοτήτων |
δοτική | τῇ | κοινότητῐ | ταῖς | κοινότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κοινότητᾰ | τὰς | κοινότητᾰς |
κλητική ὦ! | κοινότης | κοινότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοινότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοινοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινότης, -ητος θηλυκό
- μοίρασμα από κοινού
- ομοιότητα γνωρισμάτων
- ευκολία στην προσέγγιση
- απουσία διακρίσεων
- (πολιτική) κοινότητα ενός σώματος (όπως η βουλή)
- (γραμματική) το κοινό γένος
Πηγές
[επεξεργασία]- κοινότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοινότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της, θηλυκό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πολιτική (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)