κονιομεταλλουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονιομεταλλουργικός η κονιομεταλλουργική το κονιομεταλλουργικό
      γενική του κονιομεταλλουργικού της κονιομεταλλουργικής του κονιομεταλλουργικού
    αιτιατική τον κονιομεταλλουργικό την κονιομεταλλουργική το κονιομεταλλουργικό
     κλητική κονιομεταλλουργικέ κονιομεταλλουργική κονιομεταλλουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονιομεταλλουργικοί οι κονιομεταλλουργικές τα κονιομεταλλουργικά
      γενική των κονιομεταλλουργικών των κονιομεταλλουργικών των κονιομεταλλουργικών
    αιτιατική τους κονιομεταλλουργικούς τις κονιομεταλλουργικές τα κονιομεταλλουργικά
     κλητική κονιομεταλλουργικοί κονιομεταλλουργικές κονιομεταλλουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονιομεταλλουργικός < κόνι(ς) + -ο- + μεταλλουργικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κονιομεταλλουργικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]