κονσερβοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονσερβοποιημένος η κονσερβοποιημένη το κονσερβοποιημένο
      γενική του κονσερβοποιημένου της κονσερβοποιημένης του κονσερβοποιημένου
    αιτιατική τον κονσερβοποιημένο την κονσερβοποιημένη το κονσερβοποιημένο
     κλητική κονσερβοποιημένε κονσερβοποιημένη κονσερβοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονσερβοποιημένοι οι κονσερβοποιημένες τα κονσερβοποιημένα
      γενική των κονσερβοποιημένων των κονσερβοποιημένων των κονσερβοποιημένων
    αιτιατική τους κονσερβοποιημένους τις κονσερβοποιημένες τα κονσερβοποιημένα
     κλητική κονσερβοποιημένοι κονσερβοποιημένες κονσερβοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονσερβοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κονσερβοποιώ

Μετοχή[επεξεργασία]

κονσερβοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]