Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοσμοδρόμιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοσμοδρόμιο τα κοσμοδρόμια
      γενική του κοσμοδρόμιου
& κοσμοδρομίου
των κοσμοδρόμιων
& κοσμοδρομίων
    αιτιατική το κοσμοδρόμιο τα κοσμοδρόμια
     κλητική κοσμοδρόμιο κοσμοδρόμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοσμοδρόμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) ρωσική космодром (kosmodrom) < αρχαία ελληνική κόσμος + -δρόμιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοσμοδρόμιο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]