κοσμοδρόμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοδρόμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: ρωσική космодром (kosmodrom) < αρχαία ελληνική κόσμος + -δρόμιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοδρόμιο ουδέτερο
- εγκαταστάσεις από τις οποίες εκτοξεύονται πύραυλοι στο διάστημα (κυρίως της Σοβιετικής Ένωσης)
- το κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ στο Καζακστάν άρχισε να κατασκευάζεται από την Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1950
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δρόμιο (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)