κοσμοναύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμοναύτης οι κοσμοναύτες
      γενική του κοσμοναύτη των κοσμοναυτών
    αιτιατική τον κοσμοναύτη τους κοσμοναύτες
     κλητική κοσμοναύτη κοσμοναύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σοβιετικό γραμματόσημο αφιερωμένο στην Ημέρα του Κοσμοναύτη (1990)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμοναύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) ρωσική космонавт (kosmonávt) < αρχαία ελληνική κόσμος + ναύτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμοναύτης αρσενικό (θηλυκό κοσμοναύτισσα)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Η λέξη χρησιμοποιείται για το πλήρωμα ρωσικών διαστημικών αποστολών, ενώ για τις αμερικανικές χρησιμοποιείται η λέξη αστροναύτης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]