κοσμοναύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοναύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) ρωσική космонавт (kosmonávt) < αρχαία ελληνική κόσμος + ναύτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοναύτης αρσενικό (θηλυκό κοσμοναύτισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα με διαστημόπλοιο (κυρίως για τη Ρωσία και τη Σοβιετική Ένωση)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Η λέξη χρησιμοποιείται για το πλήρωμα ρωσικών διαστημικών αποστολών, ενώ για τις αμερικανικές χρησιμοποιείται η λέξη αστροναύτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)