κουμανταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμανταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουμαντάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
κουμανταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουμαντάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουμανταρισμένος
|