κουρνιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρνιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρνιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κουρνιασμένος, -η, -ο
- που έχει κουρνιάσει
- κουρνιασμένα πουλιά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρνιασμένος
|