κοφινιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοφινιασμένος η κοφινιασμένη το κοφινιασμένο
      γενική του κοφινιασμένου της κοφινιασμένης του κοφινιασμένου
    αιτιατική τον κοφινιασμένο την κοφινιασμένη το κοφινιασμένο
     κλητική κοφινιασμένε κοφινιασμένη κοφινιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοφινιασμένοι οι κοφινιασμένες τα κοφινιασμένα
      γενική των κοφινιασμένων των κοφινιασμένων των κοφινιασμένων
    αιτιατική τους κοφινιασμένους τις κοφινιασμένες τα κοφινιασμένα
     κλητική κοφινιασμένοι κοφινιασμένες κοφινιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοφινιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοφινιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

κοφινιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]