Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοχλιάριον

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοχλιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε τη λέξη κοχλιάριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοχλιάριον ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κοχλιάριον τὰ κοχλιάρι
      γενική τοῦ κοχλιαρίου τῶν κοχλιαρίων
      δοτική τῷ κοχλιαρί τοῖς κοχλιαρίοις
    αιτιατική τὸ κοχλιάριον τὰ κοχλιάρι
     κλητική ! κοχλιάριον κοχλιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοχλιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  κοχλιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοχλιάριον < *κοχλί(ον) + -άριον. Υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κόχλος.  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοχλιάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ:

[επεξεργασία]

κοχλιάριον (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: κοχλιάριον
νέα ελληνικά: χουλιάρι - για το κοχλιάριο  δείτε το λατινικό cochlear.
κυπριακά: χουλιάριν, χουλιαρούιν (το κουτάλι: κουταλούιν)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]