κρανιοπροσωπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κρανιοπροσωπικός
- που έχει σχέση με το κρανίο και το πρόσωπο ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ⮡ κρανιοπροσωπική χειρουργική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρανιοπροσωπικός
|