κρουσταλλιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρουσταλλιασμένος η κρουσταλλιασμένη το κρουσταλλιασμένο
      γενική του κρουσταλλιασμένου της κρουσταλλιασμένης του κρουσταλλιασμένου
    αιτιατική τον κρουσταλλιασμένο την κρουσταλλιασμένη το κρουσταλλιασμένο
     κλητική κρουσταλλιασμένε κρουσταλλιασμένη κρουσταλλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρουσταλλιασμένοι οι κρουσταλλιασμένες τα κρουσταλλιασμένα
      γενική των κρουσταλλιασμένων των κρουσταλλιασμένων των κρουσταλλιασμένων
    αιτιατική τους κρουσταλλιασμένους τις κρουσταλλιασμένες τα κρουσταλλιασμένα
     κλητική κρουσταλλιασμένοι κρουσταλλιασμένες κρουσταλλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρουσταλλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρουσταλλιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

κρουσταλλιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]