κρότημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρότημα < αρχαία ελληνική κροτώ (-έω) < κρότος (= χτύπημα των χεριών και των ποδιών) < κρούω (= ωθώ, χτυπώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρότημα ουδέτερο
- ήχος μικρής διάρκειας που παράγεται από χτύπημα
- πολύ στενός ηλεκτρομαγνητικός παλμός (διάρκειας μικρότερης από 200 ms)