κυμβαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυμβαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυμβαλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κυμβαλισμένος, -η, -ο
- που έχει κυμβαλιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυμβαλισμένος
|